κολουτέα — (Colutea). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει περίπου 26 είδη φυλλοβόλων θάμνων ή μικρών δέντρων, ιθαγενή της Ευρώπης και της Ασίας. Το πιο συνηθισμένο είδος στην Ελλάδα είναι η κ. η δενδρώδης, γνωστή και με τις… … Dictionary of Greek
κυστεοειδής — ές βλ. κυστοειδής … Dictionary of Greek
κυστώδης — ες [κύστη (Ι)] κυστοειδής … Dictionary of Greek
πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… … Dictionary of Greek
σαρκοκύστη — η, Ν βιολ. α) γένος παρασιτικών σποροζώων πρωτοζώων, τα οποία απαντούν στην καρδιά και στους σκελετικούς μυς τών θηλαστικών, στα πτηνά και στα ερπετά β) λευκή κυστοειδής μάζα στον προσβεβλημένο από το παραπάνω πρωτόζωο ιστό, μέσα στην οποία αυτό… … Dictionary of Greek
φαιοφύκη — Ομάδα φυκών που λέγονται επίσης και φαιόφυτα. Το φαιό χρώμα τους, που είναι περισσότερο ή λιγότερο σκούρο ή ωχρώδες, οφείλεται στην παρουσία μιας ειδικής χρωστικής ουσίας, της φυκοξανθίνης, της οποίας το χρώμα επικρατεί στο χρώμα της χλωροφύλλης… … Dictionary of Greek
ύδρωμα — το, Ν νεοελλ. 1. εφίδρωση 2. ιατρ. κυστοειδής όγκος γεμάτος υγρό αρχ. αγγείο άντλησης νερού, υδρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ τού ὕδωρ + κατάλ. ωμα] … Dictionary of Greek
αλδροβάντα — (aldrovanda).Εντομοφάγο φυτό της οικογένειας των δροσεριδών. Φυτρώνει σε μερικές χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, καθώς και στην Αυστραλία. Στο γένος ανήκει μόνο ένα είδος, η α. η κυστοειδής,μονοετές φυτό που συναντάται σε τέλματα και έλη. Τα… … Dictionary of Greek